- βέντισθ'
- βέντιστα , βέλτιστοςbestneut nom/voc/acc pl (doric)βέντιστε , βέλτιστοςbestmasc voc sg (doric)βέντισται , βέλτιστοςbestfem nom/voc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.